- αιλουροπρόσωπος
- αἰλουροπρόσωπος, -ον (Α)αιλουρόμορφος, αυτός που έχει πρόσωπο αίλουρου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αἰλουροπρόσωπος — cat faced masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰλουροπροσώπους — αἰλουροπρόσωπος cat faced masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίλουρος — ο και η (Α αἴλουρος και αἰέλουρος) γαλή, γάτα, κυρίως αγριόγατα αργότερα και νυφίτσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Η λ. σήμαινε κυρίως την άγρια γάτα, μια και «η γάτα ως κατοικίδιο ζώο δεν ήταν γνωστή στην Ελλάδα» (Chantraine, λ. αἰέλουρος). Η… … Dictionary of Greek
πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα … Dictionary of Greek